-
1 συναναλίσκω
A consume together or likewise, τοὺς λεγομένους ἅλας ς. consume in company the proverbial salt, i.e. live in close companionship, Arist.EN 1156b27; ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν ς. D.50.42: metaph.,σ. τὸ μεμνῆσθαι τὴν Χάριν Id.1.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναναλίσκω
См. также в других словарях:
ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… … Dictionary of Greek